- δειματῶ
- δειματόωfrightenpres subj act 1st sgδειματόωfrightenpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειματώ — δειματῶ ( όω) (AM) [δείμα] 1. φοβίζω, εμπνέω φόβο 2. φοβάμαι, τρομάζω … Dictionary of Greek
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek
δειμάτωσις — δειμάτωσις, η (Α) [δειματώ] η εκφόβιση … Dictionary of Greek